- Φίννοι
- οι, Νανθρωπολ. λαός φιννοουγγρικής προέλευσης, που κατοικεί στις βορειοανατολικές περιοχές τής Ευρώπης και, ιδιαίτερα, στην Φινλανδία και στην Λαπωνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
финн — финский, народн. фимский (Тургенев). Из шв. finnе – то же, др. сканд. finnar финны , лат. Fenni (Тацит), греч. Φίννοι (Птолем.), которое связывают с гот. finÞan находить , с первонач. знач. охотники ; см. Фризен, Асtа Phil. Scand. 2,333;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Финны — Финны … Википедия
List of country-name etymologies — This list covers English language country names with their etymologies. Some of these include notes on indigenous names and their etymologies. Countries in italics are endonyms or no longer exist as sovereign political entities. Contents A B C D… … Wikipedia
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
φιννικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φίννους 2. φρ. «φιννική γλώσσα» ή, απλώς, «Φιννική» γλωσσ. η μία από τις δύο επίσημες γλώσσες τής Φινλανδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φίννοι. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Π. Καρολίδη] … Dictionary of Greek